Σάσαρι

Σάσαρι
(Sassari). Επαρχία της Ιταλίας στη Σαρδηνία και ομώνυμη πόλη (εκτ. 7520 τ. χλμ., 455 104 κάτ.). Το έδαφός της είναι ορεινό και το κλίμα της ψυχρότερο των άλλων επαρχιών του νησιού. Στην επαρχία σημειώνονται άφθονες βροχοπτώσεις, υπάρχουν όμως και πολλά μικρά ποτάμια για την άρδευση της. Οι περισσότεροι κάτοικοι της ασχολούνται με τη γεωργία, καλλιεργώντας κυρίως ελιές. Αρκετοί ασχολούνται επίσης και με την αλιεία. Πρωτεύουσα της επαρχίας είναι η ομώνυμη πόλη (120011 κάτ.). Η πόλη είναι χτισμένη στο κέντρο μεγάλης περιοχής ελαιώνων. Στο Μεσαίωνα, η πόλη ήταν ένας μικρός οικισμός με το όνομα Τάταρι αλλά σήμερα είναι η δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της Σαρδηνίας. Αξιόλογο λιμάνι της επαρχίας είναι το Πόρτο Τόρες (10 000 κάτ.), τέταρτο λιμάνι του νησιού. Ο οικισμός αυτός ιδρύθηκε από τους Καρχηδόνες και τον lo αι. μ.Χ. έγινε ρωμαϊκή αποικία. Στο Πόρτο Τόρες βρίσκεται η μεγαλύτερη ρομανικού ρυθμού εκκλησία του νησιού, που χρονολογείται από τον 11o αι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Μπερλινγκουέρ, Ενρίκο — (Enrico Berlinguer, Σάσαρι 1922 – 1984). Ιταλός πολιτικός και ηγέτης της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Σπούδασε νομικά και από τα φοιτητικά του χρόνια συμμετείχε στο αντιφασιστικό κίνημα, ενώ το 1943 έγινε μέλος του Ιταλικού Κομουνιστικού Κόμματος (PCI)… …   Dictionary of Greek

  • νουράγες — Λέξη διαλεκτική της Σαρδηνίας, με την οποία υποδηλώνονται οι χαρακτηριστικοί προϊστορικοί οχυροί πύργοι που είναι διάσπαρτοι σε ολόκληρο το νησί (σώζονται περίπου 7.000). Πρόκειται για κτίσματα συχνά τεράστιων διαστάσεων, χτισμένα με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρολάντο, Λουίτζι — (Rolando, Τουρίνο 1773 – 1831). Ιταλός ανατόμος, φυσιολόγος και γιατρός. Διετέλεσε καθηγητής της φυσιολογίας στο πανεπιστήμιο του Σάσαρι (1804), της ανατομίας στο πανεπιστήμιο του Τορίνο (1814) και προσωπικός γιατρός του βασιλιά Βίκτορα Εμμανουήλ …   Dictionary of Greek

  • Σπάνο, Τζιοβάνι — (Spano). Ιταλός αρχαιολόγος και φιλόσοφος (Πλοάγκε, Σασάρι 1803 Κάλιαρι 1878). Ιερωμένος στον καθεδρικό ναό του Κάλιαρι δίδαξε Αγία Γραφή και ανατολικές γλώσσες στο πανεπιστήμιο του Κάλιαρι. Διορίστηκε διευθυντής των αρχαιοτήτων της Σαρδηνίας και …   Dictionary of Greek

  • Φαρίνα, Σαλβατόρε — (Farina, Σόρσο, Σάσαρι 1846 – Μιλάνο 1918). Ιταλός συγγραφέας. Εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο, όπου σπούδασε νομική, αλλά ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και ήρθε σε επαφή με την «Oμάδα των ξένοιαστων». Τα γραπτά του όμως δεν έχουν τίποτα το κοινό με τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”